πολυσύνδετος

πολυσύνδετος
-η, -ο / πολυσύνδετος, -ον, ΝΑ
1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος
2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα»
(γλωσσ.-ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική λειτουργία συνδέονται μεταξύ τους με συμπλεκτικούς ή διαζευκτικούς συνδέσμους, όπως λ.χ.: α) «είχε ελιά στο μάγουλο κι ελιά στην αμασκάλη και στο μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα» (δημ. τραγούδι)
β) «κεῖται δὲ καὶ Πλούτων καὶ Ἑρμῆς καὶ Γῆς ἄγαλμα» (Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σύνδετος (< συνδέω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυσύνδετον — πολυσύνδετος versus masc/fem acc sg πολυσύνδετος versus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”